- υποσκέλιση
- ηυποσκελισμός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποσκέλιση — η, Ν υποσκελισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποσκελίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποσκέλισις, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
ὑποσκελίσῃ — ὑποσκελίζω trip up one s heels aor subj mid 2nd sg ὑποσκελίζω trip up one s heels aor subj act 3rd sg ὑποσκελίζω trip up one s heels fut ind mid 2nd sg ὑποσκελίζω trip up one s heels aor subj mid 2nd sg ὑποσκελίζω trip up one s heels aor subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)